- γναθμός
- γναθμός, ο (Α)σαγόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλληλο τ. του γνάθος* και απαντά στην ποίηση. Ανάγεται σε IE *gon∂dh- < *ĝenu- «πιγούνι» + επίθημα -μος, πιθ. αναλογικά προς τα λαιμός, βρεχμός, οφθαλμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γναθμός — jaw masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμοῖο — γναθμός jaw masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμοῖς — γναθμός jaw masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμοῖσι — γναθμός jaw masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμοῖσιν — γναθμός jaw masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμοί — γναθμός jaw masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμοῦ — γναθμός jaw masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμούς — γναθμός jaw masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμῶ — γναθμός jaw masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμῶν — γναθμός jaw masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)